No Lager Αθήνας
Περί της συνέλευσης
Η συνέλευση No Lager συνιστά την κατάληξη μιας σειράς πρωτοβουλιών γύρω από το ζήτημα των κέντρων κράτησης μεταναστών/τριών που ξεκίνησαν την άνοιξη του 2013 από ανθρώπους που κινούνται στα πλαίσια του ευρύτερου ανταγωνιστικού κινήματος στην πόλη της Αθήνας. Η ύπαρξη και μόνο μιας τέτοιας συνθήκης δίπλα μας, όπου άνθρωποι με βασικό κριτήριο το χρώμα του δέρματός τους και την κοινωνική τους θέση βρίσκονται αντιμέτωποι με μία οργανωμένη αλλά και αχαλίνωτη κρατική βία, χωρίς κανένα δικαίωμα ή νομικές εγγυήσεις, εγείρει ηθικοπολιτικά ζητήματα που συνιστούν ικανούς λόγους για την κινητοποίηση ενάντια στα κέντρα κράτησης. Ωστόσο, βασικό κίνητρο για εμάς είναι οι πράξεις των ίδιων των μεταναστών (από εξεγέρσεις και απεργίες πείνας μέχρι αυτοτραυματισμούς και αυτοκτονίες) που βιώνουν τον εγκλεισμό και τις ιδιαίτερες συνθήκες εντός του (ελλιπής διατροφή, απουσία στοιχειώδους υγιεινής και περίθαλψης, απαγόρευση προαυλισμού και επικοινωνίας με δικηγόρους, βασανιστήρια κτλ). Στους χώρους κράτησης μεταναστών/τριών συμπυκνώνεται η βαρβαρότητα μιας ολόκληρης εποχής και ταυτόχρονα αποκρυσταλλώνεται ένα μοντέλο διακυβέρνησης με πολλαπλές εφαρμογές στο ευρύτερο κοινωνικό πεδίο. Μιλάμε για μια τεχνολογία διαχείρισης πληθυσμών που, ιστορικά, βρίσκεται στη φαρέτρα των κρατικών επιλογών και ο ρατσισμός είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για την ενεργοποίησή της.
nolager@espiv.net
***
Όχι πώς τα ονομάζουμε, αλλά πώς λειτουργούν.
Είτε μιλάμε για κέντρα κράτησης μεταναστών είτε για στρατόπεδα συγκέντρωσης – ή όπως αλλιώς θέλουμε να τα ονοματίσουμε – δεν κάνουμε τίποτε διαφορετικό από το να μιλάμε για χώρους και χρόνους όπου τελείται μια ειδική συνθήκη εγκλεισμού. Απ’ τα βρετανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Νότια Αφρική για τους Boers (1899-1902) στη Σπιναλόγκα, στα λοιμοκαθαρτήρια, στη φρίκη των ναζιστικών στρατοπέδων εξόντωσης, στα στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Βοσνία, στο Γκουαντανάμο, τα ιστορικά παραδείγματα είναι παραπάνω από αρκετά. Το κοινό νήμα που τα ενώνει με τα κέντρα κράτησης μεταναστών στην Eλλάδα σήμερα1 είναι ότι σε κάθε περίπτωση πρόκειται για ειδική κράτηση εκτός ποινικού δικαίου αλλά εντός ποινικής διαχείρισης. Δεν υπάρχει έγκλημα που να τιμωρείται με αυτή την κράτηση, δεν λαμβάνει χώρα δίκη. Η διάρκεια της ποινής είναι κάποιες φορές θεσμικά προσδιορισμένη αλλά πρακτικά απροσδιόριστη, πρόκειται για φυλάκιση χωρίς σωφρονιστικό χαρακτήρα αλλά πάντοτε «εκπαιδευτικό». Δεν σκοπεύει – ούτε καν σε ρητορικό επίπεδο – στην παραγωγή λειτουργικών πολιτών που εντάσσονται ομαλά στην κοινωνία. Αντίθετα, στοχεύει στην παραγωγή μιας ακραία υποτιμημένης κοινωνικής τάξης που συμπεριλαμβάνεται στο κοινωνικό σώμα διά του αποκλεισμού της από αυτό.
Η ύπαρξη τέτοιων δομών αποπομπής, εγκλεισμού, εξορίας δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο, δεν είναι μια ανωμαλία που διέφυγε του σύγχρονου ανθρωπισμού. Το στρατόπεδο, ως «ειδικός» χώρος αναγκαστικής συγκέντρωσης και εγκλεισμού «επικίνδυνων» πληθυσμιακών ομάδων, ως δομή μέσα και ταυτόχρονα έξω από την υπόλοιπη κοινωνία, διαπερνά και χαρακτηρίζει ολόκληρη τη μοντέρνα ιστορία. Πιο γενικά, θα λέγαμε ότι το στρατόπεδο, όπως επίσης και η παραγωγή των «επικίνδυνων τάξεων», των «άλλων» που διαχωρίζονται από το εθνικό κοινωνικό σώμα και χρίζουν «ειδικής» μεταχείρισης, συνιστούν εγγενή στοιχεία της μοντέρνας καπιταλιστικής διακυβέρνησης. Η μαζική επανενεργοποίηση αυτής της δυνατότητας τα τελευταία 20 τουλάχιστον χρόνια, με τη μορφή του στρατοπέδου/ κέντρου κράτησης μεταναστών, συνιστά έναν ασφαλή δείκτη τόσο για τις μεθόδους και τις προθέσεις της διακυβέρνησης, όσο και για την κατάπτωση των κοινωνιών.
Σήμερα, οι βασικές επιδιώξεις από τη λειτουργία των κέντρων κράτησης μεταναστών εντάσσονται στα πλαίσια των ευρύτερων πολιτικών για τη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών. Ωστόσο, η ύπαρξη αυτής της συνθήκης αποτελεί και ένα απτό παράδειγμα για γενική χρήση στα πλαίσια των τεχνικών για τη ρύθμιση, τον έλεγχο και την πειθάρχηση όχι μόνο των μεταναστών, αλλά και του ευρύτερου κοινωνικού σώματος.
Κρατική και κοινωνική οργάνωση του ρατσισμού ή αλλιώς «γιατί η γλώσσα τσακίζει κόκαλα»
Πριν γίνουμε πιο συγκεκριμένοι για τις λειτουργίες και τις επιδιώξεις γύρω από τα στρατοπέδα κράτησης, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να εξετάσουμε κάποιους από τους όρους, νοηματικούς και σημασιολογικούς, που δρουν συμπληρωματικά στην ενεργοποίηση της δυνατότητας των στρατοπέδων συγκέντρωσης από την εξουσία, που νομιμοποιούν τους χώρους αυτούς και κάνουν διανοήσιμη τη χρήση και την ύπαρξή τους.
Σε κάθε περίπτωση, απαραίτητη προϋπόθεση για την ενεργοποίηση μιας τέτοιας δυνατότητας είναι η μαζική και κρατικά οργανωμένη παραγωγή μιας σειράς λόγων αλήθειας (απαραίτητων για την άσκηση της διακυβέρνησης), που στιγματίζουν κοινωνικές ομάδες ως επιτακτική απειλή για την ευημερία, την ασφάλεια και την υγεία του κοινωνικού σώματος. Μιας αφήγησης που αξιολογεί υποκείμενα που φέρουν συγκεκριμένες κοινωνικές ταυτότητες ως κατώτερες υπάρξεις, που δεν δικαιούνται να έχουν πολιτική και ανθρώπινη υπόσταση, δηλαδή δικαιώματα, νομικές εγγυήσεις και τον δεδομένο σεβασμό στη ζωή και την αξιοπρέπεια (αξιες που θεωρητικά συνιστούν το θεμέλιο του δυτικού πολιτισμού). Μιλάμε τελικά για τον ρατσισμό, ως εκείνο το σώμα λόγων αλήθειας που ανοίγει ένα πεδίο εντός του οποίου μπορεί να εκφραστεί, δίχως νομικούς ή ηθικούς περιορισμούς, η βία του κυριάρχου είτε μιλάμε για τους μηχανισμούς του κράτους είτε για τα μέλη εκείνων των κοινωνικών ομάδων, τα οποία ακολουθούν κανονικά τα βιοπολιτικά πρότυπα.
Θέλουμε, στο σημείο αυτό, να γίνει απόλυτα σαφές ότι ο όρος «ρατσισμός» εννοείται εδώ όχι μόνο ως μια ακραία εθνική ιδέα, μια επικίνδυνη εθνική ιδεολογία ή μια αντι-ανθρωπιστική άποψη, ή ακόμα ως ο νοηματικός άξονας μιας εθνικής αφήγησης. Αυτό που κυρίως δηλώνει ο όρος είναι το σύνολο εκείνων των πολιτικών και κοινωνικών αντιλήψεων και πρακτικών που θέτουν σε εφαρμογή ένα ολόκληρο πρόγραμμα διακρίσεων μεταξύ κοινωνικών ομάδων, με έναν τρόπο, όσο το δυνατόν, ορθολογικό και κερδοφόρο, υλικά και συμβολικά.
Η ρατσιστική αντιμεταναστευτική αφήγηση κινείται μεταξύ δύο φαινομενικά αντίθετων πόλων: «επικίνδυνα ανθρωποειδή» από τη μεριά της διευρυμένης «δεξιάς», «κακομοίρηδες συνάνθρωποι» από τη μεριά της «αριστεράς». Τελικά, είτε ως εν δυνάμει «θύτες», είτε ως «θύματα», οι μετανάστες μέσω του ρατσισμού διαχωρίζονται από το κοινωνικό σώμα, το οποίο εντός του κυρίαρχου λόγου συνεχίζει να συγκροτείται στη βάση των φαντασιώσεων του έθνους, της φυλής και της κοινής κουλτούρας. Όντας, βέβαια, κρατικά οργανωμένος, ο ρατσισμός αυτός δεν έπαψε την 20ετία περίπου που μας χωρίζει από το (μεταναστευτικό) χτες να είναι και κοινωνικά διαχυμένος και οριζόντια οργανωμένος. Άσκησε, θα λέγαμε, κυριαρχία σε επίπεδο καθημερινών σχέσεων και μαύρων εργασιακών συνθηκών (τόσο που σε τελική ανάλυση η εμφάνιση του όρου «οικονομικός μετανάστης» ή «μετανάστης εργάτης» στον επίσημο Τύπο και λόγο είναι μηδαμινή), ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που η κοινωνική αγριότητα σε επίπεδο κοινωνικής βάσης ξεπέρασε τα κρατικά οργανωμένα εγκλήματα κατά μεταναστών (στον βυθό, για παράδειγμα, του Αιγαίου, της Μεσογείου και αλλού). Με τα παραπάνω βέβαια δεν εννοούμε σε καμία περίπτωση την κοινωνία ως συνολικά ρατσιστική, εχθρική και εκφασισμένη.
Οικονομικές, βιολογικές και ποινικές αναπαραστάσεις του μετανάστη και της μετανάστριας: τα νοήματα ως εργαλεία κοινωνικής απαξίωσης
Για να κατανοήσουμε, λοιπόν, πώς εδώ και κάποιον καιρό αποτελεί κοινοτυπία η πεποίθηση ότι η ζωή των μεταναστών αξίζει λιγότερο από αυτή των ντόπιων, πρέπει να εξιστορήσουμε, με σύντομο έστω τρόπο, κάποιες από τις κυρίαρχες νοηματοδοτήσεις, οι οποίες, με τρόπους που αλληλοσυμπληρώνονται κατασκεύασαν μέσα σε 20 χρόνια την έλευση μεταναστών και μεταναστριών ως μείζον πρόβλημα, ως απειλή ύψιστης σημασίας, ως φαινόμενο που χρήζει «ειδικής αντιμετώπισης». Τα είδη των «ειδικών αντιμετωπίσεων» συνδέονται κάθε φορά με ένα σύνολο αναπαραστάσεων που ενεργοποιούνται προς τον σκοπό αυτό.
Με αυτό τον τρόπο, μπορούμε σχηματικά να θυμίσουμε τις στερεότυπες απόψεις σχετικά με την αντικατάσταση ελλήνων από ξένους εργάτες, καθώς και την αντίληψη σχετικά με την υποβάθμιση των μεροκάματων, που εξίσου αποδίδονταν αποκλειστικά στους νεοφερμένους. Είναι εύκολο, στη συνέχεια, να διαπιστωθεί ότι στην «οικονομική επικινδυνότητα» που αντιπροσώπευαν για τον κυρίαρχο λόγο οι μετανάστες στα μέσα της δεκαετίας του ’90 έρχονται από πολύ νωρίς να προστεθούν απόπειρες που αποσκοπούν στην εγκληματοποίηση της μεταναστευτικής κίνησης και κινητικότητας – να γίνει η ανεπίσημη είσοδος στη χώρα «λαθρομετανάστευση», να συνδεθεί με την παραβατικότητα εν γένει και να αποσυνδεθεί, από την άλλη μεριά, από τις ευρύτερες γεωπολιτικές ανακατατάξεις που την προκάλεσαν και την προκαλούν. Ένα βήμα, τέλος, που δεν άργησε να γίνει, ως άλλη όψη του ίδιου μηχανισμού απαξίωσης, ήταν η φυλετικοποίηση της εγκληματικότητας. Η γραμμική και απλοϊκή σύνδεση συγκεκριμένων φαινοτυπικών χαρακτηριστικών με ένα αόριστο, αλλά λειτουργικό για την κυριαρχία τρόπο, σε ένα πεδίο παραβατικότητας. Παράλληλα, επανενεργοποιείται μια παλιά ιατρική αφήγηση που θέλει την αρρώστια, γενικά όσο και ειδικά, να έρχεται από έξω προς τα μέσα, και πιο συγκεκριμένα από τα ανατολικά προς τα δυτικά και απ’ τα νότια προς τα βόρεια. Έτσι κάπως επανεφευρέθηκε η μολυσματικότητα της ανθρώπινης κινητικότητας και η μετανάστευση άρχισε να επενδύεται και με μεταφορικά σχήματα ασθένειας, αναγνωσμένη πλέον ως πρόβλημα υγείας, ως υγειονομική απειλή. Στα παραπάνω μπορούν να προστεθούν δόσεις – μικρές αλλά υπαρκτές – αντιμουσουλμανισμού, αλλά και δημοκρατικού ανθρωπισμού. Από την άλλη, οι στατιστικές, θλιβερές στο σύνολό τους, που στήριξαν αυτά τα πορίσματα και που κατά καιρούς διέρρεαν στον Τύπο από τον πιο μόνιμο και νόμιμο πληροφοριοδότη του – τους μπάτσους – είναι γνωστό ότι λειτούργησαν με μια λογική εστιασμένης έμφασης, αποδεικνύοντας ότι πίσω από τα «καθαρά» νούμερα υπάρχουν πολιτικές επιλογές και ερμηνείες.
Ευρωπαϊκό κέντρο και εθνική περιφέρεια
Επιχειρώντας να σκιαγραφήσουμε τις αιτίες επανεφεύρεσης των στρατοπέδων συγκέντρωσης μέσα στο ιστορικό πλαίσιο που περιγράψαμε, μπορούμε να κάνουμε μια διάκριση μεταξύ ευρωπαϊκών, από τη μια, και εθνικών, από την άλλη, αξιώσεων. Όπως θα δούμε, οι στόχοι αυτοί συγκλίνουν τόσο που πρόκειται για μια διάκριση μάλλον τυπική παρά ουσιαστική.
Σε ένα ευρωπαϊκό επίπεδο, σε ένα επίπεδο δηλαδή ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης της τεχνικής της κράτησης, η δημιουργία των χώρων αυτών συνιστά κεντρική ευρωπαϊκή επιλογή και ως τέτοια το ελληνικό κράτος οφείλει να την ακολουθεί, προσαρμόζοντάς την κάθε φορά στα ιδιαίτερα συμφέροντά του. Μετά τη συνθήκη Σένγκεν, η ιδιαίτερη γεωπολιτική θέση της ελλάδας αναβαθμίζεται περαιτέρω, καθώς μετατρέπεται σε νοτιοανατολικό σύνορο της ε.ε. Έτσι, δικαιολογείται και η συνεχής παροχή κονδυλίων, τεχνολογιών και τεχνογνωσίας από την ενωμένη ευρώπη προς την ευρωπαϊκή περιφέρεια, που μετακινούν πάντα την κουβέντα από τη διαχείριση της ανθρώπινης ζωής και τη μετατρέπουν σε κουβέντα για ανθρωπιστικούς φράκτες, φιλικές κάμερες, βιομετρικά δεδομένα, στατιστικές αποτελεσματικότητας, όλες δηλαδή τις όψεις της τεχνοκρατικής οργάνωσης της βαρβαρότητας.
Ένα σημείο τομής μεταξύ ευρωπαϊκού και τοπικού/εθνικού εντοπίζεται εκεί που η ευρωπαϊκή αδρή χρηματοδότηση για κέντρα κράτησης συναντά την παραδοσιακή νεοελληνική μέθοδο με την οποία στήνεται μια επιτυχημένη και τεράστια μπίζνα. Απευθείας αναθέσεις, ξεκοκάλισμα διόλου ευκαταφρόνητων ποσών, υποσχέσεις ανάπτυξης, αποφάγια και λίγες θεσούλες εργασίας προς ικανοποίηση των τοπικών κοινωνιών – το πελατειακό κράτος ανάπηρο μεν, αλλά πάντοτε παρόν. Για παράδειγμα, τα 120 χιλιάδες ευρώ που πληρώνει καθημερινά η ε.ε. για τους 1600 κρατούμενους της Αμυγδαλέζας είναι να αναρωτιέται κανείς πού αλλού -εκτός από το ταμείο της αστυνομίας- πηγαίνουν, γιατί είναι προφανές ότι στη σίτιση και τις υποδομές σίγουρα δεν πηγαίνουν. Σε κάθε περίπτωση, η επέκταση και θεσμοποίηση των κέντρων κράτησης επέτρεψε την εισροή ευρωπαϊκού χρήματος, δίνοντας μια κάποια λύση στο «πρόβλημα» της διαχείρισης της περίσσιας εργατικής δύναμης που η καπιταλιστική κρίση γέννησε. Όσοι λοιπόν από τους μετανάστες δεν μπορούν πλέον να παράξουν πλούτο από την εκμετάλλευση της εργασίας τους (ή για όσο διάστημα διαρκεί αυτό), όσοι δεν εγκολπώνονται στην οικονομία του εγκλήματος και όσοι δεν εξοντώνονται στα συνοριακά περάσματα, το κράτος τους / τις μετατρέπει σε παραγωγικά υποκείμενα με την ιδιότητα των εγκλείστων, διαχειριζόμενο το χρήμα της ευρώπης φρούριο.
Πρακτικές πειθάρχησης μέσα κι έξω από τους φράκτες: η «παιδαγωγική» του κράτους έκτακτης ανάγκης
Σε ένα εσωτερικό επίπεδο τώρα, βασικός στόχος της στρατιωτικής διαχείρισης της μετανάστευσης, που πραγματώνεται με τον πιο υλικό τρόπο στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, είναι, όπως προαναφέρθηκε, η πειθάρχηση των μεταναστών μέσα και έξω από τους φράκτες, αλλά και του ευρύτερου κοινωνικού σώματος. Εντός των τειχών, μέσα από ένα σύνολο τεχνικών που περιλαμβάνουν τη μελετημένη διαμόρφωση του χώρου και τον έλεγχο των σωμάτων, τους εσωτερικούς κανονισμούς, τη στέρηση βασικών αγαθών, την ομογενοποίηση και την κάθε είδους σωματική και λεκτική βία, επιχειρείται η εγγραφή στα μυαλά και τα σώματα των μεταναστών/τριών της συνθήκης που τους θέλει στον πάτο της κοινωνικής και ταξικής ιεραρχίας. Ταυτόχρονα, τα κέντρα κράτησης λειτουργούν ως εργαστήρια παραγωγής υποτιμημένων και πειθήνιων υποκειμένων όχι μόνο για όσους και όσες εκτοπίζονται σ’ αυτά, αλλά και γι’ αυτούς που πληρούν τις προϋποθέσεις για να καταλήξουν εκεί: τους εκατοντάδες χιλιάδες δηλαδή μετανάστες και μετανάστριες που κρατούνται σκόπιμα σε ένα καθεστώς παρανομίας ή ημιπαρανομίας. Υπό την απειλή της σύλληψης και της απέλασης, οι δυνάμει έγκλειστοι γίνονται βορά στις ορέξεις των αφεντικών τους, με τις αστυνομικές επιχειρήσεις να συνεπικουρούν στην εδραίωση του φόβου και να επιβάλλουν ένα άτυπο καθεστώς απαγόρευσης κυκλοφορίας στον δημόσιο χώρο ή διαρκούς κινητικότητας μέσα στην ελληνική επικράτεια, που καθίσταται στο σύνολό της ένα ιδιότυπο κέντρο κράτησης.
Παρότι αυτού του τύπου η διαχείριση στοχοποιεί συγκεκριμένα τους μετανάστες, λειτουργεί παράλληλα ως μηχανισμός κοινωνικής εκπειθάρχησης και για τον ντόπιο πληθυσμό. Και ως γνωστόν, αυτό το διακύβευμα έχει αποκτήσει ακόμη μεγαλύτερη σημασία για το ελληνικό κράτος από την έναρξη της καπιταλιστικής κρίσης. Η υποτίμηση και της ντόπιας εργασίας, απαιτούσε αφενός την ανασυγκρότηση ενός μέρους του κοινωνικού ιστού με όρους εθνικούς και αφετέρου την εμπέδωση του αξιώματος της μηδενικής ανοχής σε όσους σηκώνουν κεφάλι. Μέσα σε αυτή τη συνθήκη, η ύπαρξη των στρατοπέδων συγκέντρωσης αποφέρει πολλαπλά οφέλη: επισφραγίζει την ασυμφιλίωτη εθνοφυλετική διαφορά μεταξύ ντόπιων και μεταναστών, συσπειρώνει τις αντιδραστικές κοινωνικές δυνάμεις πίσω από μία ακροδεξιά ατζέντα με εκλογική σημασία, επανεπιβεβαιώνει την ικανότητα της κυβέρνησης για δράση και ενισχύει, έστω και συμβολικά, την κρατική ισχύ. Την ίδια ώρα, εκπαιδεύει τον πληθυσμό σε «ειδικές καταστάσεις», κανονικοποιώντας το θέαμα των μαζικών συλλήψεων ολόκληρων τμημάτων του και αφήνει ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα αντιμετώπισης όσων αντιστέκονται και όσων περισσεύουν από την καπιταλιστική αξιοποίηση. Όπως ήρθε άλλωστε η επιχείρηση θέτις να δείξει, όταν ένα μοντέλο καταγράφεται ως επιτυχημένο, δεν μπορεί παρά να επεκτείνεται.
Αστυνομικές επιχειρήσεις και τεχνικές διακυβέρνησης
Τέλος, θα πρέπει να επισημάνουμε πως η ύπαρξη των στρατοπέδων και οι λειτουργίες του κρατικού μηχανισμού με τις οποίες είναι οργανικά συνδεδεμένα βασίζονται, βελτιώνουν και ανατροφοδοτούν συγκεκριμένες τεχνικές διακυβέρνησης. Για παράδειγμα, για να καταλήξει κάποιος στην Aμυγδαλέζα πρέπει να προηγηθεί ένας «ξένιος δίας» και να προσαχθούν 1000 άτομα σε δυο μέρες, θα πρέπει να κινητοποιηθούν και να συντονιστούν μια σειρά από μηχανισμούς και να εφαρμοστούν στην πράξη τεχνικές, όπως το εθνοφυλετικό profiling, η συγκέντρωση, η καταγραφή, η απομόνωση και η κράτηση ενός μεγάλου αριθμού ανθρώπων. Προϊόν αυτής της διαδικασίας είναι ένα σύνολο ποσοτικών δεδομένων, πληροφοριών και τεχνογνωσίας, ιδιαίτερα παραγωγικό για τη διακυβέρνηση σε διάφορους τομείς, όπως η χάραξη πολιτικών στο μακροεπίπεδο του πληθυσμού, η εξαγωγή συμπερασμάτων για την αποτελεσματικότερη επιβολή της δημόσιας τάξης και, φυσικά, η εκπαίδευση των μπάτσων και του λοιπού προσωπικού που εμπλέκεται στις εν λόγω επιχειρήσεις.
Όχι μόνο ήρθαν για να μείνουν, αλλά θα είναι και γεμάτα
Αν πράγματι τα κρατικά οφέλη από την ύπαρξη των κέντρων κράτησης ανταποκρίνονται σε όλα όσα σκιαγραφήσαμε ως εδώ, ένα εύλογο ερώτημα προκύπτει: για ποιο λόγο να επιδιώκει το κράτος να αδειάσουν, για ποιο λόγο να επιδιώκει την πλήρη εξάλειψη των παράνομων μεταναστών, όπως ευαγγελίζεται και όπως διάφορες αριστερές αντιλήψεις της προσάπτουν; Εξηγούμαστε. Αντιπαραβάλλοντας τα μεγάλα λόγια των Δένδια και Σαμαρά περί πάταξης της παράνομης μετανάστευσης με την καθημερινή εμπειρία που τα διαψεύδει, γίνεται προφανές πως η κρατική αντιμεταναστευτική πολιτική είναι προγραμματισμένη να αποτυγχάνει – μερικώς τουλάχιστον – στους στόχους που ρητά θέτει. Αν όμως απεμπλακούμε από την ιδέα ότι το κράτος επιδιώκει τις λύσεις που λέει πως επιδιώκει, η πολιτική αυτή αποδεικνύεται ιδιαίτερα αποτελεσματική στους στόχους που περιγράψαμε παραπάνω. Υπό αυτήν την έννοια, η ποινικοποίηση της μετανάστευσης δεν είναι μια πράξη που στοχεύει στον ολοκληρωτικό αποκλεισμό των μεταναστών αλλά στη δημιουργία εκείνου του πλέγματος σχέσεων που επιτρέπουν σε μια απαγορευμένη νομικά συνθήκη (αλλά υπαρκτή πρακτικά) να γίνεται παραγωγική, τόσο υλικά όσο και συμβολικά. Έτσι λοιπόν, η μείωση των μεταναστευτικών ροών, που παρατηρείται ήδη από το 2009, δηλαδή πολύ πριν τις εξαγγελίες για την αυστηροποίηση της μεταναστευτικής πολιτικής το 2012, δεν θα πρέπει να αποδοθεί τόσο στην άκρως επιτυχημένη αποτρεπτική πολιτική του ελληνικού κράτους, όσο στην πολιτική οικονομικής και κοινωνικής καταστροφής που καθιστά την επιλογή της εγκατάστασης στην Ελλάδα ολοένα και λιγότερο ελκυστική για τους μετανάστες. Φυσικά, το ελληνικό κράτος έχει κάθε λόγο να προσπαθεί να πείσει ότι συμβαίνει το αντίστροφο.
Όπως και να ‘χει οι απαντήσεις στο ερώτημα της λειτουργίας των κέντρων κράτησης εντός του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού δεν είναι μονοδιάστατες και σίγουρα δεν εξαντλούνται σε όσα στοιχειωδώς αναφέρουμε εδώ. Μια από τις προθέσεις μας είναι, άλλωστε, να τα θέσουμε ανοιχτά, προς συζήτηση και εμπλουτισμό.
Κολασμένοι/-ες ναι! Θύματα όχι!: μεταναστευτικοί αγώνες στην Ελλάδα της κρίσης
Από την άλλη, όσο κομβικά κι αν θεωρούμε τέτοια ερωτήματα, σαν συνέλευση no lager, αυτό που κυρίως μας απασχολεί είναι να διερευνήσουμε τις μορφές αγώνα, δράσης και αλληλεγγύης. Εμείς συγκροτηθήκαμε αρχικά ως πρωτοβουλία με αφορμή την μαζική απεργία πείνας που εκτυλίχθηκε τον Απρίλη του ’13 σε διάφορα στρατόπεδα κράτησης της Eλλάδας και εξελιχθήκαμε σε τακτική συνέλευση μετά την εξέγερση της Aμυγδαλέζας. Βρεθήκαμε στη βάση της διαπίστωσης ενός κινηματικού κενού και μιας αμήχανης σιωπής γύρω από το θέμα.
Η ύπαρξη και μόνο τέτοιων χώρων συνιστά ικανό λόγο για την κινητοποίησή μας, ωστόσο κύρια έμπνευση για μας αποτέλεσαν και αποτελούν οι αντιστάσεις που ορθώνουν οι ίδιοι οι μετανάστες/τριες εντός των τειχών (και όχι μόνο) με αποδράσεις, απεργίες πείνας, μαζικές αποχές συσσιτίου, εξεγέρσεις, απόπειρες αυτοτραυματισμού με στόχο την έξοδο από τα αυτά τα κολαστήρια. Τα παραπάνω είναι αρκετά για να δείξουν ότι όχι μόνο πειθήνιοι δεν είναι οι κρατούμενοι στα κέντρα κράτησης, αλλά και να οργανώνονται ξέρουν και να συνεννοούνται μπορούν, ακόμη κι αν τους χωρίζουν πολλά χιλιόμετρα, τείχη σιωπής και συρματοπλέγματα. Γίνεται προφανές, λοιπόν, ότι οι μηχανισμοί ελέγχου και πειθάρχησης που περιγράψαμε παραπάνω βρίσκουν τα όρια τους, όρια που φανερώνονται από μια σειρά αγώνων, άλλοτε αποσπασματικών κι άλλοτε οργανωμένων και μακρόχρονων, που δίνουν οι ίδιοι οι μετανάστες: αρκεί να μνημονεύσουμε τη μεγάλη και συγκρουσιακή παρουσία μεταναστών στον δρόμο το Δεκέμβρη του ’08, τις πορείες για το σκίσιμο του κορανίου, τις συγκρούσεις αφγανών μεταναστών με την αστυνομία στον Άγιο Παντελεήμονα, τους αγώνες των μικροπωλητών στην Ερμού και την ΑΣΟΕΕ, την απεργία πείνας των 300 μεταναστών εργατών, τις απεργίες των αιγύπτιων αλιεργατών της Νέας Μηχανιώνας και τους αγώνες στη Μανωλάδα, τις από κοινού μαχητικές πορείες αφγανών και α/α χώρου στην Πάτρα και τις συγκρούσεις μετά τη δολοφονία του Τόνι Ονούα στη Θεσσαλονίκη. Όλες αυτές οι μορφές πολιτικής υποκειμενοποίησης των μεταναστών, σε συνδυασμό με τις εσωτερικές τους κοινωνικές δομές, έχουν σχηματοποιήσει έναν υπαρκτό κίνδυνο για το ελληνικό κράτος. Το ζήτημα, από την πλευρά του αντιπάλου, είναι η προσοδοφόρα και αποτελεσματική αντιμετώπιση του κινδύνου αυτού. Το ζήτημα, από τη δική μας, η ενίσχυση και η διασύνδεσή του με τους υπόλοιπους κοινωνικούς αγώνες.
Στοχεύσεις της συνέλευσης no lager
Έχοντας αυτά ως σημείο αναφοράς, οι βασικές μακροπρόθεσμες και βραχυπρόθεσμες στοχεύσεις της συνέλευσης μπορούν να συνοψιστούν στα εξής:
– Ευρύτερη οργάνωση και δικτύωση ομάδων και ανθρώπων με στόχο την όξυνση και τον εμπλουτισμό του λόγου και της δράσης ενάντια στα σύγχρονα στρατόπεδα συγκέντρωσης αλλά και τη δημιουργία αντανακλαστικών σε ενδεχόμενο αναζωπύρωσης των αγώνων μέσα στα κέντρα κράτησης.
-Δράσεις αντιπληροφόρησης με στόχο τη συνεχή ανακίνηση του θέματος εντός της κινηματικής ατζέντας και την ανάδειξη των πολλαπλών πτυχών του: από τους αγώνες εντός των τειχών μέχρι την κατάδειξη αυτών που κερδίζουν από τη λειτουργία τους. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια εντάσσεται και η ανάδειξη του αγώνα ενάντια στα κέντρα κράτησης ως διεύρυνσης του αντιφασιστικού αγώνα, ειδικά σε μια συγκυρία που το καθεστώς ενδύεται τον αντιφασιστικό του μανδύα και επιχειρεί να θέσει τις δικές του φασιστικές πρακτικές στο απυρόβλητο.
– Ως ιδιαίτερα σημαντική βλέπουμε την καθημερινή επαφή με μετανάστες/τριες που ζουν και δουλεύουν στις ίδιες γειτονιές με εμάς. Η επικοινωνία, η σύνδεση και η επαφή σε αυτό το επίπεδο χτίζουν σχέσεις και ανοίγουν τον δρόμο για την πραγμάτωση των κοινών αγώνων των από τα κάτω – ντόπιων και μεταναστών – ενάντια στη σύγχρονη καπιταλιστική βαρβαρότητα.
– Βασικό μέλημα για μας την τρέχουσα περίοδο είναι, επίσης, η κλιμάκωση του αγώνα ενόψει της λήξης του επιτρεπόμενου 18μηνου κράτησης των μεταναστών τον Φεβρουάριο του ’14 και η υλική και πολιτική στήριξη των εξεγερμένων της Αμυγδαλέζας, ανθρώπων που αυτή τη στιγμή βρίσκονται κρατούμενοι σε διάφορες φυλακές ανά την επικράτεια, κατηγορούμενοι επειδή έπραξαν το αυτονόητο ενάντια στο σύγχρονο ολοκληρωτισμό.
Κλείνοντας, θεωρούμε ότι για το γκρέμισμα των φραχτών και τη διάνοιξη γεφυρών χρειάζεται να έχουμε κατά νου πως τα κέντρα κράτησης μεταναστών είναι κομμάτι ενός ευρύτερου πλέγματος δομών, αλλά κυρίως σχέσεων, τις οποίες οφείλουμε να κατανοήσουμε και να στοχεύσουμε συγκεκριμένα. Η αντεπίθεση μας έχει ανάγκη μια πλειάδα μορφών δράσης, μικρότερες ή μεγαλύτερες, γνώριμες ή όσες η συλλογική μας φαντασία θα φέρει στην επιφάνεια.
συνέλευση no lager/ δεκέμβριος 2013/ nolager@espiv.net