Παρακολουθούμε τους τελευταίους μήνες να εκτυλίσσονται, σε όλο το φάσμα των ΜΜΕ και γενικότερα της δημόσιας σφαίρας, τα επεισόδια του σίριαλ της χρυσής αυγής. Ενός σίριαλ που, με βασικούς πρωταγωνιστές έκπληκτους δημοσιογράφους, (εξ)απατημένους ψηφοφόρους και αδέκαστους δημοκράτες, ακολουθεί τη δοκιμασμένη και λαοφιλή πλοκή της μάχης των δυνάμεων του Καλού με το απόλυτο Κακό. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή…
Η χρυσή αυγή τράβηξε πάνω της τα φώτα της πολιτικής σκηνής λίγο πριν τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές. «Από πού ξεφύτρωσαν όλοι αυτοί οι φασίστες;», αναρωτιούνται πολλοί. «Είναι μια νέα απειλή για το λίκνο της δημοκρατίας;» Ούτε νέα ούτε απειλή, θα λέγαμε εμείς. Ήδη εδώ και τουλάχιστον δύο δεκαετίες, ο εθνικιστικός λόγος βρίσκει απεύθυνση σε ένα όλο και μεγαλύτερο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας και οι φασιστικές λογικές κάνουν την εμφάνιση τους σε όλο και περισσότερες πτυχές των κοινωνικών σχέσεων.
Από τη δεκαετία του ’90 στη δολοφονία Φύσσα. Μια ταχεία περιοδολόγηση
Από τα εθνικιστικά συλλαλητήρια – παραληρήματα για τη Μακεδονία στην εκμετάλλευση των μεταναστών που δουλεύουν με μισθούς εξαθλίωσης, για να κονομάνε τα κατά τόπους αφεντικά, και από τα συνθήματα για αυτούς που δεν θα γίνουν έλληνες ποτέ στις επιθέσεις σε μετανάστες και σε όσους άλλους αρνούνται να πειθαρχήσουν, γίνεται σαφές ότι ένα κομμάτι της κοινωνίας βλέπει την προσωπική του διέξοδο και ανέλιξη να περνάει μέσα από την υποτίμηση των Άλλων. Εκείνη την εποχή η χρυσή αυγή ήταν μια μικρή οργάνωση με πλούσια όμως παρακρατική δράση κι ένα βιογραφικό γεμάτο με επιθέσεις σε μετανάστες, αριστερούς και καταλήψεις. Πάντα, φυσικά, με τις ευλογίες της αστυνομίας, του προστάτη του δημοκρατικού πολιτεύματος. Ενός πολιτεύματος που δεν μπορούμε να πούμε ότι ενοχλήθηκε και τόσο από όλα αυτά αλλά μάλλον τα σιγοντάρισε και τα αγκάλιασε με χαρά. Ήταν η βρώμικη δουλειά που έπρεπε να γίνει. Άλλωστε, κατά βάθος, η λάμψη των ολυμπιακών αγώνων που πλησίαζαν, των μεγάλων επενδύσεων και της ηγεμονίας στα Βαλκάνια ήταν τόσο εκτυφλωτική που έφερνε σε δεύτερη μοίρα τα πτώματα πάνω στα οποία πάτησε η εθνική ευημερία και ανάπτυξη.
Όμως, η ευημερία εξαντλήθηκε και έδωσε τη θέση της στην κρίση. Και, αν και η εξέγερση του Δεκέμβρη ήταν και μια δήλωση άρνησης ευρύτερων κοινωνικών κομματιών να εξαθλιωθούν περαιτέρω και να ταυτίσουν το συμφέρον τους με αυτό των αφεντικών, η επέλαση της κρίσης δεν ανακόπηκε.
Έτσι, λοιπόν, είδαμε τον μετασχηματισμό του κράτους, το οποίο χάνει πλέον το κοινωνικό του προφίλ και οργανώνει την αναπαραγωγή της κοινωνίας με στρατιωτικούς όρους, που έρχονται να αντικαταστήσουν το παλιό κοινωνικό συμβόλαιο. Οι παροχές που διατηρούσαν την κοινωνική ειρήνη και παρέτειναν την καπιταλιστική ομαλότητα δίνουν τη θέση τους στην καταστολή. Το διακύβευμα πλέον είναι σαφές: πρέπει όλοι να πειθαρχήσουμε, να γίνουμε πιο φθηνοί, υπάκουοι και να μην βγάλουμε κιχ. Και όσοι διαφωνούν και περισσεύουν θα αλεστούν και θα πεταχτούν στο περιθώριο. Η χρυσή αυγή κλήθηκε να επιβάλει αυτή τη συνθήκη εκεί που το κράτος δεν έφτανε ή δεν είχε την κοινωνική νομιμοποίηση να το κάνει ανοιχτά. Ο φασισμός δηλαδή εμφανίζεται για να επιβάλει την καπιταλιστική ομαλότητα τις στιγμές εκείνες που οι κοινωνικές αντιθέσεις δεν είναι διαχειρίσιμες στα πλαίσια της δημοκρατίας.
Όλον αυτόν τον καιρό, η οργάνωση βρίσκει βήμα στα περισσότερα μίντια για να ξεράσει τις μισάνθρωπες απόψεις της. «Εκλεκτοί» δημοσιογράφοι την υποδέχονται σαν τη «νέα διαφορετική πρόταση για την κρίση», η πολιτισμική παράδοση του φασισμού γίνεται εξαγόμενο λαΪφστάηλ, προϊόν και must, και τα «πικάντικα» της προσωπικής ζωής των βουλευτών της αντικείμενο καθημερινού κους-κους. Η (ακόμα πιο) βρώμικη δουλειά γίνεται αλλού. Γίνεται στις γειτονιές, όπου τα πογκρόμ σε μετανάστες και οροθετικές σερβίρονται προς τέρψιν της πληγωμένης από την αναδιάρθρωση ελληνικής μικροϊδιοκτησίας και τους μαγαζάτορες της. Γίνεται με δολοφονικές επιθέσεις σε καταλήψεις και στέκια του κινήματος, αλλά και στο σπάσιμο της απεργίας των ναυτεργατών «για το καλό της εθνικής οικονομίας». Γίνεται εκεί, τελικά, που υπάρχουν πρόθυμοι εξαθλιωμένοι να κάνουν μεροκάματο για την οργάνωση, να γίνουν τσιράκια και μπράβοι των εφοπλιστών, να την πέσουν σε αυτούς που απεργούν στις ελληνικές επιχειρήσεις, να πιστέψουν ότι θα ζήσουν με τα ψίχουλα που τους πετάει το κόμμα/το αφεντικό/η πατρίδα, αρκεί να πατήσουν στα κεφάλια που περισσεύουν ή δεν σκύβουν.
Ας σημειωθεί εδώ ότι η άνοδος της χρυσής αυγής συνέβη σε μια κοινωνία που από το 2010 είχε εμπλακεί σε μια σειρά κινημάτων. Κινήματα, όπως αυτά των πλατειών, που προσπάθησαν να μπλοκάρουν την αναδιάρθρωση, γονιμοποίησαν μια σειρά νέων εγχειρημάτων και τρόπων αντίστασης και επιχείρησαν να θέσουν κεντρικά ερωτήματα. Είναι αυτή η διερώτηση των κινημάτων που καθορίζει συνήθως και τα όριά τους και, στην περίπτωσή μας, η χρυσή αυγή ήρθε να δώσει μια απάντηση διαχείρισης της κρίσης, μια απάντηση που κυκλοφορούσε στη δημόσια σφαίρα ως ρεαλιστική και πραγματοποιήσιμη. Και, όπως διάφοροι συνομιλητές, ένθεν και κείθεν, προσπαθούσε να επανασυστήσει τη φαντασιακή κοινότητα του έθνους ενάντια στα περίφημα ξένα συμφέροντα.
Παρ’ όλα αυτά, η υποτίμηση της ζωής μας δεν προχώρησε χωρίς αντιστάσεις. Άλλοτε πιο οργανωμένα και άλλοτε πιο σπασμωδικά, δεκάδες συλλογικές και ατομικές αρνήσεις δεν επέτρεψαν στην καπιταλιστική βαρβαρότητα να ισοπεδώσει τις ζωές μας.
Από ‘δω και πέρα, η κρατική ατζέντα αναβαθμίζεται, το λεγόμενο «νομικό οπλοστάσιο» εμπλουτίζεται συνεχώς (και η όποια υποτιθέμενη ουδετερότητα της νομοθεσίας πάει περίπατο), νέες πρακτικές εγκαινιάζονται και προστίθενται στη φαρέτρα της καταστολής. Το μενού περιλαμβάνει ξύλο στις πορείες, επιχειρήσεις «σκούπα» στα κέντρα των πόλεων, διαπομπεύσεις, εκκενώσεις καταλήψεων, επιστρατεύσεις απεργών. Κι όλα αυτά σερβίρονται μαζί με ένα συνονθύλευμα νέων νόμων και προεδρικών διαταγμάτων, που θεμελιώνουν κι οχυρώνουν τη δημοκρατία μας, ορίζοντας παράλληλα και τους εχθρούς της. Την ίδια περίοδο τα τάγματα εφόδου της Χρυσής Αυγής αποκτούν όλο και περισσότερη δύναμη και αυτονομία, εκκινούμενα και συντηρούμενα από τη φασιστική ρητορική που αναπαράγεται σε κάθε πτυχή του δημόσιου λόγου.
18 Σεπτέμβρη, Κερατσίνι. Ώρα μηδέν.
Το βράδυ της 18ης Σεπτέμβρη πέφτει άλλος ένας νεκρός από τα μαχαίρια των ταγμάτων εφόδου της χρυσής αυγής. Αυτή τη φορά, Έλληνας και αντιφασίστας. Το κίνημα με τα αντανακλαστικά του οργανώνεται, κάνει πορείες, συγκρούεται με τους μπάτσους, διεκδικεί ξανά τον δημόσιο χώρο.
Στη μιντιακή διαχείριση της είδησης, η ελληνική κυβέρνηση, με προεξάρχοντα τον Σαμαρά, λίγο-πολύ παρουσιάστηκε να κατατροπώνει το απόλυτο κακό και να μας σώζει από τον κίνδυνο. Οι κακοί μπήκαν στη φυλακή και πλέον μπορούμε να πανηγυρίζουμε. Αυτό που θάφτηκε, μέσα στις επευφημίες των χειροκροτητών και τις ιαχές για νομιμότητα και περισσότερη δημοκρατία, ήταν η έμμεση, πλην σαφής, υπόσχεση αποφασιστικής μετατόπισης σε ακόμα μεγαλύτερο κρατικό συγκεντρωτισμό, σε ακόμα πιο αυταρχικές και κατασταλτικές μορφές διαχείρισης του πληθυσμού και της κοινωνικής αναπαραγωγής του. Η δημοκρατία είναι πλέον κοινωνικά και θεσμικά νομιμοποιημένη να εφαρμόζει φασιστικές λογικές και πρακτικές. Και όταν μπορείς χωρίς πρόβλημα και με καθαρά χέρια να γεμίζεις τα στρατόπεδα συγκέντρωσης με τις εξορμήσεις του «Ξένιου Δία», δεν έχεις ανάγκη από τα «βρώμικα» και «βίαια» πογκρόμ. Σύμφωνα και με την θεωρία των δύο άκρων, άλλωστε, ο μοναδικός καθ’ ύλην αρμόδιος για την άσκηση βίας είναι το κράτος και οι φορείς του. Ας μην ξεχνάμε ότι η επίθεση στις ζωές μας εκπορεύεται από την αποδοχή των θυσιών στα πλαίσια της Αγίας Δημοκρατίας και θωρακίζεται μέσα από το αντίστοιχο νομικό πλαίσιο. Έτσι παράγεται και η νέα εθνική ενότητα, που έρχεται να στρογγυλοκάτσει στο σβέρκο των ήδη εξαθλιωμένων κοινωνικών κομματιών που αρνούνται να υποτιμηθούν περαιτέρω.
Άλλη μια νίκη του κινήματος;
«Τουλάχιστον όμως ξεμπερδέψαμε με τους φασίστες της χρυσής αυγής» θα πει κανείς… Ας μη γελιόμαστε, η χρυσή αυγή είναι ένα από τα επιλεγμένα καταστήματα, δεν είναι όμως ο αποκλειστικός αντιπρόσωπος στην Ελλάδα. Ο φασισμός δεν μετριέται μόνο με εκλογικά ποσοστά, ούτε είναι ένα μπαλόνι που η κυβέρνηση φουσκώνει και ξεφουσκώνει όποτε τη βολεύει. Όπως αναφέραμε παραπάνω, αποτελεί κοινωνική σχέση, που οι ρίζες της μπορούν να αναζητηθούν βαθιά μέσα στην ελληνική κοινωνία και οι πολιτικές μορφές έκφρασής της μπορεί να ποικίλουν. Ας μην βιαστούμε λοιπόν να πανηγυρίσουμε για τη χρυσή αυγή*. Ένα μεγάλο μέρος της κριτικής που της ασκείται μάλιστα από το κοινοβουλευτικό τόξο, ανεξαρτήτως απόχρωσης, δεν εστιάζει τόσο στην προφανή φασιστική δράση, αλλά στο ότι η οργάνωση κινούνταν στα πλαίσια της παρανομίας. Σαν προέκταση αυτού, οι δημοσιογράφοι συνεχίζουν να πέφτουν από τα σύννεφα και να εκπλήσσονται, βγάζοντας όλη τους την πίκρα για το πουλέν που τους απογοήτευσε. «Καλά, είναι αυτοί σοβαροί εθνικιστές, αυτοί που πουλούσαν εμπορεύματα σε ΠΑΚΙΣΤΑΝΟΥΣ; Και μάλιστα ΠΑΡΑΝΟΜΑ, χωρίς αποδείξεις;» Η κριτική αφενός συσκοτίζει την ουσία, αφετέρου γίνεται από δεξιά σκοπιά, δείχνοντας το πραγματικό πρόσωπο των σοκαρισμένων δημοσιογράφων, που εγκαλούν τους φασίστες ότι δεν είναι αρκετά εθνικιστές.
Στα ίδια περίπου επίπεδα κινήθηκαν και οι διακηρύξεις της (εντός και εκτός κοινοβουλίου) αριστεράς. Από το «καλά έκανε η κυβέρνηση, αλλά εμείς το ζητούσαμε εδώ και καιρό» μέχρι αυτούς που πανηγυρίζουν «ακόμα μια μεγαλειώδη νίκη του κινήματος», γίνεται αντιληπτό ότι τα κομματικά επιτελεία ενδιαφέρονται πρωτίστως να καρπωθούν την υπεραξία από την όλη ιστορία παρά να αφουγκραστούν το τι πραγματικά συνέβη. Έτσι, βρίσκονται να ζητούν από το κράτος να κάνει καλά τη δουλειά του και να αναλάβει μέσω της δικαιοσύνης και της αστυνομίας το τσάκισμα της χρυσής αυγής. Καταλήγουν, λοιπόν, να καλούν σε ένα μαζικό αντιφασιστικό κίνημα, το οποίο, αδυνατώντας να συνομιλήσει με την κοινωνία, στρέφεται προς την κυβέρνηση ζητώντας της να διαμεσολαβήσει.
Για εμάς, η επιλογή ενός αποκομμένου αντιφασιστικού αγώνα μέσα στην κρίση μπορεί να παράξει και μια διαχωρισμένη πρακτική, διαχωρισμένη από τις κοινότητες των αγωνιζομένων αλλά και από την ολότητα των φετιχοποιημένων κοινωνικών σχέσεων που μας ορίζουν. Βρίσκουμε ότι ένας ταυτοτικός και αυθύπαρκτος αντιφασισμός ασφυκτιά μέσα στα στενά του όρια και ως τέτοιος αδυνατεί να είναι αποτελεσματικός, ενώ ταυτόχρονα απέχουμε πολύ από λογικές που προτάσσουν τη δημιουργία ενός μετώπου, στο οποίο χωράνε όλοι ενάντια στο «απόλυτο κακό». Για εμάς, ο αντιφασιστικός αγώνας έχει νόημα ως κομμάτι των καθημερινών αγώνων ενάντια στην αναδιάρθρωση. Μόνο εκεί, στο πεδίο του ταξικού/κοινωνικού ανταγωνισμού, μπορεί να αρθρώσει τα περιεχόμενά του. Από τους αγώνες για την ελεύθερη πρόσβαση στα νοσοκομεία ως τους αγώνες για τη σίτιση στη φοιτητική λέσχη του ΑΠΘ, και από τους αγώνες στις γειτονιές για να μην αφήσουμε ούτε εκατοστό δημόσιου χώρου στους φασίστες μέχρι τις οργανωμένες απεργιακές περιφρουρήσεις ενάντια στους φασίστες-μπράβους των αφεντικών. Επιστρέφοντας τη διεξαγωγή του αντιφασιστικού πολέμου στο πεδίο του κοινωνικού ανταγωνισμού, αναστοχαζόμενοι τον τρόπο, την ένταση και τις μορφές που παίρνει η αντίσταση στην αναδιάρθρωση. Δημόσια, συλλογικά, αδιαμεσολάβητα, ακηδεμόνευτα, χωρίς ειδικούς και νεροκουβαλητές. Γιατί, όπως έλεγε και ένα κείμενο παλιά:
Μπροστά στο προφανές της καταστροφής υπάρχουνε
εκείνοι που αγανακτούν κι εκείνοι που παρατηρούν
εκείνοι που καταγγέλλουν κι εκείνοι που οργανώνονται.
Είμαστε μεταξύ αυτών που οργανώνονται.
Στις καταλήψεις,
στις γειτονιές,
στους χώρους δουλειάς.