Editorial

002

C

Το τρίτο γράμμα του λατινικού αλφάβητου;

Βαθμοί κελσίου;

Γλώσσα προγραμματισμού;

Ρωμαϊκό αριθμητικό;

Μελλοντική αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας;

Για αυτούς που δυσκολεύονται να βρουν τους εαυτούς τους στις κυρίαρχες αφηγήσεις, το C παραπέμπει και σε άλλες έννοιες. Από αυτές που δεν συναντάμε συχνά στον δημόσιο διάλογο, σπάνια απασχολούν τις εκπομπές  συγκλονιστικών αποκαλύψεων και σίγουρα δεν περιλαμβάνονται στις εμπιστευτικές δηλώσεις υψηλόβαθμου στελέχους του πολιτικού κύκλου.

Επιδιώκοντας να ξεδιαλύνουμε τον γρίφο, πήραμε μερικές ξεχασμένες βελόνες-σαΐτες από το παλιό υφαντουργείο της Υφανέτ και ξεκινήσαμε τις σταυροβελονιές. Υφαίνοντας το «crochet», συναντήσαμε τις έννοιες κομμουνισμός (communism), κοινά (commons), ρωγμές (cracks), κομμουνιστικοποίηση (communization), κρίση (crisis), κριτική (critique) στη σχέση κεφάλαιο, στον εθνικό κορμό, στις έμφυλες σχέσεις και στην κυρίαρχη σεξουαλικότητα, περάσματα (crossings) και διάνοιξη διαδρομών που αμφισβητούν τα σύνορα των δομημένων έμφυλων, φυλετικών και πολιτικών κοινωνικών ορισμών.

Θα αναρωτηθεί κανείς γιατί επιλέγουμε να ανασύρουμε και να καταπιαστούμε με λέξεις και έννοιες που για κάποιους παραπέμπουν σε ιερές αγελάδες του παρελθόντος, ενώ για άλλους αποτελούν το έναυσμα ενός μακροσκελούς αφορισμού. Με ποιον τρόπο και γιατί, τέλος πάντων, σχετιζόμαστε με όλα αυτά τα C στην παρούσα στιγμή;

Σχετιζόμαστε μέσω των κοινωνικών αγώνων με τους οποίους καταπιαστήκαμε. Ακόμα πιο σημαντικό για εμάς είναι ότι άρχισε να φαίνεται πως οι κοινωνικοί αγώνες του τελευταίου κύκλου (2008 – 2012), στους οποίους βρεθήκαμε με διάφορους τρόπους, άγγιξαν τα όριά τους και εμείς τα δικά μας. Θεωρητικά όρια, όρια κοινωνικών σχέσεων και, φυσικά, υλικά όρια. Η καπιταλιστική επίθεση μας σάρωσε και συνεχίζει να μας σαρώνει σχεδόν ανεμπόδιστα. Η ανάδυση του φασισμού έρχεται να ολοκληρώσει το πλάνο της αντιεξέγερσης και της επαναπειθάρχησης στον εθνικό κορμό, ενώ ταυτόχρονα το αίτημα για δημοκρατική νομιμότητα γεννάει την ανάγκη για ένα νέο σφιχταγκάλιασμα με το κράτος. Η αριστερά μπορεί να προσφέρει πιθανώς το δεύτερο και αυτό καταλήγει να μετατρέπεται στο τέλος του δρόμου από τη μεριά της σε μορφή αγώνα. Η δημοκρατία μπορεί να διασφαλιστεί με προσφυγή στις κάλπες…

Δεν είναι καινούρια η συνταγή. Οι ρόλοι των διάφορων κρατικών συνιστωσών μπροστά στην αναγκαία αναδιάρθρωση είναι ιστορικά προδιαγεγραμμένοι. Η δική μας θέση αυτήν τη στιγμή μοιάζει αβέβαιη.

Είπαμε «η δική μας», μα ποιες είμαστε εμείς τελικά; Αν κάποτε μας προσδιόριζε η πολιτική μας ταυτότητα ως διαφοροποιητικό στοιχείο μέσα στον κοινωνικό πολτό των ‘00ς –και όσο να’ναι είχε και αυτή όμορφες στιγμές- σίγουρα μετά τον Δεκέμβρη του 2008 συντελέστηκε ένας μετασχηματισμός στη αντίληψη μας για τη δράση. Μετασχηματισμός καθόλου άσχετος με τις απαιτήσεις των καιρών. Η κρίση, όχι σαν καιρικό φαινόμενο αλλά ως η δυναμική ενός διεθνούς κύκλου αγώνων και απειθαρχίας, εξανάγκασε τα αφεντικά να επανεπιβληθούν με πειθαρχικά μέτρα, προληπτικά και μη. Και τότε έφτασε η ώρα να επανεξετάσουμε τον δικό μας ρόλο ως πολιτική συλλογικότητα. Μας φάνηκε σαν να φτάνει η στιγμή της μεγάλης αναμέτρησης και το πώς θα σταθούμε αποτέλεσε το κεντρικό ερώτημα. Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, θα λέγαμε ότι αυτή η συζήτηση απασχόλησε όλο το ανταγωνιστικό κίνημα. Οι δύο πιο θεαματικοί πόλοι, που μονοπώλησαν και τη συζήτηση, ήταν από τη μια η στρατιωτικοποίηση και από την άλλη η εναλλακτική οικονομία.

Εμείς θελήσαμε να βάλουμε στο επίκεντρο τους αγώνες που ξέσπασαν και ξεσπούν και να δούμε τους εαυτούς μας μέσα σε αυτούς. Θεωρήσαμε σκόπιμο να «μπλέξουμε με τα σκατά», όπως λέγαμε παλιότερα για την εμπλοκή μας σε κοινωνικούς αγώνες με προβλέψιμα χαρακτηριστικά (αιτήματα, θεσμικές λύσεις, συνδικαλιστική εκπροσώπηση). Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο εμπλακήκαμε δεν ήταν άκριτος. Επιλέξαμε τους αγώνες που χαρακτηρίζονταν από αυτοοργανωμένες δομές, από συνελεύσεις αγώνα, από άμεσες δράσεις καλεσμένες ανοιχτά και αυτό είχε πολλά να προσφέρει σε όλες και όλους μας με υλικούς, και όχι μόνο, όρους. Εμπειρία αγώνα θα το ονόμαζε κανείς. Όχι πολιτικού αλλά κοινωνικού.

Αυτό το όριο ζούμε αυτή τη στιγμή, την αδυναμία η συλλογική κίνηση να αποτελέσει κάποιας μορφής κόστος για τα αφεντικά. Και το ζούμε με πολύπλευρη πίεση. Από ένα  κρατικό σχηματισμό που χρειάζεται τους φασίστες άλλα μόνον ως εκεί που δεν θα δυσφημίσουν τη χώρα στους τουρίστες, από μια αστυνομία που θα παίξει θεσμικά και δημοκρατικά το ρόλο των φασιστών, από μια θεσμική αριστερά που «συμμαζεύεται» και ετοιμάζεται να κυβερνήσει, από την ιδεολογική και υλική κατασταλτική στοχοποίηση σε όλο και διευρυνόμενα κομμάτια της κοινωνίας (τοξικοεξαρτημένους, τρανσέξουαλ, αστέγους, χρεώστες δημοσίου, καταληψίες), από τις τεχνολογίες ελέγχου και πειθάρχησης που ήρθαν για τους μετανάστες αλλά απευθύνονται σε όλους, από τα όπλα που πυροβολούν χωρίς δεύτερη σκέψη.

Κάπου εκεί τα θέσφατα έπαψαν να λειτουργούν. Τα μαγαζιά ξαναγέμισαν κόσμο. Η ανάγκη έγινε μεγαλύτερη από την άρνησή της. Η πολιτική ορθότητα διαχύθηκε σε ήδη θολωμένα νερά. Και κάπως έτσι ο καπιταλισμός αναδιαρθρώνεται, ακόμα και με νέους, εναλλακτικούς τρόπους, για να μπορέσει να συνεχίσει.

Υπάρχουν όμως και άλλα δεδομένα. Μη μετρήσιμα. Άλλοι λόγοι, μη εμφανείς, που δεν διεκδικούν κεντρικότητα με όρους πολιτικού ανταγωνισμού. Οι αρνήσεις, ευτυχώς, δουλεύονται σε άλλα πλαίσιο. Γίνονται ορατές με διαφορετικούς τρόπους και σε διαφορετικές εκφάνσεις ή δεν έχουν γίνει ακόμα. Έμφυλοι ρόλοι αμφισβητούνται, προσωρινές κοινότητες αγώνα αναδύονται, σύνορα εθνικά καταλύονται μέσα από πράξεις αλληλεγγύης, μικροί αγώνες κερδίζονται, ρεύματα επανασυνδέονται, κτήρια ανακαταλαμβάνονται, επιθυμίες αναμετριούνται με τα όρια τους…

Το έντυπο που κρατάτε στα χέρια σας θα προσπαθήσει να αναδείξει τις προβληματικές γύρω από τους αγώνες, τα όριά τους, την αναμέτρησή τους με κράτος και αφεντικά αλλά και με τις εσωτερικές τους αντιφάσεις. Θα προσπαθήσει και να θίξει ζητήματα που μας αφορούν όλες και όλους, που αφορούν τις ζωές μας, ζητήματα φύλου, έθνους και τάξης

Ε κάιντ οφ χόουπ -που λέμε και στην τούμπα